θιγγάνω
81ἀποθιγγάνοντα — ἀπό θιγγάνω touch pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπό θιγγάνω touch pres part act masc acc sg …
82двигать — двигаю, буд. двину, сюда же подвизаться, укр. двигати, ст. слав. двигнѫ, двигнѫти, движѫ, двиѕати, болг. дигам, сербохорв. ди̏гнути, ди̏ħи, словен. dvigati, dvîgam, чеш. zdvihnouti, польск. dzwigąc поднять, возвести , в. луж. zběhac, н. луж.… …
83Αθίγγανος — ο (Μ Ἀθίγγανος) νεοελλ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών Τσιγγάνων μσν. (κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, «ἀθίγγανος, ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι» ο πληθ. ως ουσ. οἱ Ἀθίγγανοι προσωνυμία και τών αιρετικών Μελχισεδεκιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θιγγάνω… …
84άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… …
85αθιγής — ἀθιγής, ὲς (AM) άθικτος, ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει μσν. που δεν έχει αγγίξει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἐ θίγ ην, παθ. αόρ. β΄ τού ρ. θιγγάνω] …
86ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά …
87ακροθιγγάνω — ἀκροθιγγάνω (Μ) αγγίζω με την άκρη τού δαχτύλου, μόλις αγγίζω, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θιγγάνω] …
88δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …
89επιθιγγάνω — ἐπιθιγγάνω (AM) 1. αγγίζω, ψηλαφώ επιφάνεια 2. φθάνω μέχρις ενός σημείου 3. (με δοτ.) εφάπτομαι επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θιγγάνω «εγγίζω»] …
90εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος …