θιγγάνω
101υποθιγγάνω — Α αγγίζω κάτι ελαφρώς, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θιγγάνω «αγγίζω, ακουμπώ»] …
102Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… …
103анфинганы — Эти еретики появились в начале IX в. во Фригии. Признавая себя высшими, духовными христианами, они в своем самообольщении старались избегать не принадлежащих к их секте и считали общение с последними для себя осквернением. Название этих… …
104'θιγες — ἔθιγες , θιγγάνω touch aor ind act 2nd sg …
105διαθιγγάνεσθαι — διά θιγγάνω touch pres inf mp …
106θιγγάνοι — θιγγάνοῑ , θιγγάνω touch pres opt act 3rd sg …
107θίγηις — θίγῃς , θιγγάνω touch aor subj act 2nd sg …
108θίγοι — θίγοῑ , θιγγάνω touch aor opt act 3rd sg …
109θίγοιμ' — θίγοιμι , θιγγάνω touch aor opt act 1st sg …
110θίξει — θίξις touching fem nom/voc/acc dual (attic epic) θίξεϊ , θίξις touching fem dat sg (epic) θίξις touching fem dat sg (attic ionic) θιγγάνω touch fut ind mid 2nd sg …