θησαυροὺς

  • 1θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. — φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. См. Друзей у богатых, что мякины около зерна …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 3Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 4Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …

    Dictionary of Greek

  • 5Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 6Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 7Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 8Σούσα — Αρχαία περσική πόλη, πρωτεύουσα της Σουσιανής. Βρισκόταν στη μέση μιας γόνιμης πεδιάδας, στην αριστερή όχθη του ποταμού Χόασπη. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά της από το πλήθος των κρίνων που φύτρωναν στην περιοχή και που στα περσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 9Συγχαίος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θείος του Πυγμαλίωνα και της Διδώς, την οποία και νυμφεύτηκε. Ο Πυγμαλίων τον δολοφόνησε στο διάστημα ενός κυνηγιού για να πάρα τους θησαυρούς του, λέγοντας πως ο Σ. σκοτώθηκε από ατύχημα. Ο Σ. όμως παρουσιάστηκε στον …

    Dictionary of Greek

  • 10Συχαίος — Μυθολογικό πρόσωπο, αδελφός του Βήλου ή του Αγήνορα, βασιλιάς της Τύρου και ιερέας του Ηρακλή, θείος του Πυγμαλίωνα και της Διδώς, την οποία και έκανε σύζυγό του. Αναφέρεται και με το όνομα Συκχαίος. Ο Πυγμαλίων τον δολοφόνησε, γιατί… …

    Dictionary of Greek