θηρᾱτικός
1θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… …
2θηρατικός — θηρᾱτικός , θηρατικός given by the hunter masc nom sg …
3θηρατικά — θηρᾱτικά , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc pl θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc/acc dual θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4θηρατικῶν — θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter fem gen pl θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen pl …
5θηρατικόν — θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter masc acc sg θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc sg …
6θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …
7θηρατικαῖς — θηρᾱτικαῖς , θηρατικός given by the hunter fem dat pl …
8θηρατικαί — θηρᾱτικαί , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc pl …
9θηρατικοῖς — θηρᾱτικοῖς , θηρατικός given by the hunter masc/neut dat pl …
10θηρατικοί — θηρᾱτικοί , θηρατικός given by the hunter masc nom/voc pl …
- 1
- 2