θηράσιμος
1θηράσιμος — θηράσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ ευθείας < θήρα] …
2θηράσιμος — θηρά̱σιμος , θηράσιμος to be hunted down masc/fem nom sg …
3θηράσιμον — θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc sg θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down neut nom/voc/acc sg …
4θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …
5θηρασίμους — θηρᾱσίμους , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc pl …