θηρητῆρ'
1θηρητήρ — θηρητήρ, ὁ και θηλ. θηρήτειρα (Α) ιων. τ., βλ. θηρατήρ* …
2θηρητῆρ' — θηρητῆρα , θηρατήρ masc acc sg (epic ionic) θηρητῆρι , θηρατήρ masc dat sg (epic ionic) θηρητῆρε , θηρατήρ masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …
3θηρητήρ — θηρατήρ masc nom sg (epic ionic) …
4θηρατήρ — και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) [θηρώ] ποιητ. τ. τού θηρατής* …
5ιχθυοθηρητήρ — ἰχθυοθηρητήρ, ὁ (A) ιχθυοθήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θηρητήρ «κυνηγός»] …
6σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …
7τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …