θηρατήρ
11θηρητήρων — θηρατήρ masc gen pl (epic ionic) …
12θηρητῆρ' — θηρητῆρα , θηρατήρ masc acc sg (epic ionic) θηρητῆρι , θηρατήρ masc dat sg (epic ionic) θηρητῆρε , θηρατήρ masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …
13θηράτειρα — θηράτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού θηρατήρ* …
14θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …
15θηρητήρ — θηρητήρ, ὁ και θηλ. θηρήτειρα (Α) ιων. τ., βλ. θηρατήρ* …
16θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… …
Страницы
- 1
- 2