θημων-ιά
1θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] …
2θημών — heap masc nom/voc sg …
3θημῶνα — θημών heap masc acc sg …
4θημῶνας — θημών heap masc acc pl …
5θημῶνες — θημών heap masc nom/voc pl …
6θημῶνι — θημών heap masc dat sg …
7θημῶνος — θημών heap masc gen sg …
8τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …
9ԴԵՂ — I. (ոյ, ոց. եւ եւս ի, ից.) NBH 1 0608 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c, 12c գ. φάρμακον medicina, medicamen, ῤητίνη resina, κολλούριον collyrium Դարման առողջարար հիւանդաց, եւ Սպեղանի վիրաց կամ պատրոյգ. եւ… …
10стог — род. п. а, укр. стiг, род. п. стогу, блр. стог, русск. цслав., сербск. цслав. стогъ θημών, болг. стог (Младенов 609), сербохорв. штокавск., чак. сто̑г, род. п. сто̏га, но также чак. сто̏г, род. п. сто̀га (Ван Вейк, AfslPh 36, 340), словен. stòg …
- 1
- 2