θηλῠκός
1θηλυκός — woman like masc nom sg …
2θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό …
3θηλυκός, -ιά, -ό — 1. αυτός που είναι θηλυκού γένους (αντίθ. αρσενικός): Θηλυκιά αλεπού. – Θηλυκός αϊτός. 2. γόνιμος, δημιουργικός: Θηλυκό μυαλό. 3. εργαλείο που έχει κοιλότητα, οπή, όπου μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλου εργαλείου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θηλυκά — θηλυκός woman like neut nom/voc/acc pl θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc/acc dual θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5θηλυκώτερον — θηλυκός woman like adverbial comp θηλυκός woman like masc acc comp sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc comp sg …
6θηλυκῶν — θηλυκός woman like fem gen pl θηλυκός woman like masc/neut gen pl …
7θηλυκόν — θηλυκός woman like masc acc sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc sg …
8θηλυκώτατα — θηλυκός woman like adverbial superl θηλυκός woman like neut nom/voc/acc superl pl …
9θηλυκαῖς — θηλυκός woman like fem dat pl …
10θηλυκαί — θηλυκός woman like fem nom/voc pl …