θηλώ
1θηλώ — θηλώ, ἡ (Α) [θηλή] τροφός …
2θηλῶ — θηλάζω suckle fut ind act 1st sg (attic epic ionic) θηλέω to be full of pres subj act 1st sg (attic epic doric) θηλέω to be full of pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
3Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …
4EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …
5αναθηλώ — ἀναθηλῶ ( έω) (Α) ξανανθίζω, ξαναβλασταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θηλῶ, ποιητ. τ. τοὐ θάλλω] …
6εριθηλής — ἐριθηλής, ές (Α) 1. (για φυτά, κήπους κ.λπ.) αυτός που είναι καταπράσινος, που θάλλει, που έχει πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα («δάφνης ἐριθηλέος ὄζον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θηλής (αντί θαλής) (< θηλώ «θάλλω»)] …
7θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …
8νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …
9dhē(i)- (besides dh-ei-?) — dhē(i) (besides dh ei ?) English meaning: to suck Deutsche Übersetzung: ‘saugen, säugen” Note: (: dhǝi , dhī̆ and dhē , dhǝ ) s. esp. Schulze KZ. 27, 425 = Kl. Schr. 363. Material: O.Ind. dhüya ḥ “ nourishing, nursing “,… …