θηλύ-μορφος
1θηλύμορφος — η, ο (Α θηλύμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας αρχ. 1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας 2. ο αριθμός τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, εύ μορφος] …
1θηλύμορφος — η, ο (Α θηλύμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας αρχ. 1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας 2. ο αριθμός τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, εύ μορφος] …