θηλάζω
91θηλάσῃ — θηλά̱σῃ , θάλλω sprout aor part act fem dat sg (attic epic ionic) θηλάζω suckle aor subj mid 2nd sg θηλάζω suckle aor subj act 3rd sg θηλάζω suckle fut ind mid 2nd sg …
92θηλῶν — θῆλυς female masc/neut gen pl (attic epic doric) θηλάζω suckle fut part act masc voc sg θηλάζω suckle fut part act neut nom/voc/acc sg θηλάζω suckle fut part act masc nom sg (attic epic ionic) θηλέω to be full of pres part act masc nom sg (attic… …
93αναθηλάζω — (Α ἀναθηλάζω) νεοελλ. θηλάζω εκ νέου, ξαναβυζαίνω αρχ. βυζαίνω, ρουφώ, απομυζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα + θηλάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθήλαση, αναθήλασμα, αναθηλασμός] …
94βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …
95καταθηλάνω — (Μ) θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τον αόρ. κατ ε θήλασα τού ρ. κατα θηλάζω υποχωρητικά κατά το σχήμα έ χασα: χάνω] …
96συγγαλακτοτροφώ — έω, Α (για γυναίκα) μαζί με το δικό μου παιδί θηλάζω και το παιδί ενός άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαλακτοτροφῶ «θηλάζω, ανατρέφω»] …
97βυζαίνω — αξα, άχτηκα, βυζαγμένος 1. μτβ., θηλάζω κάποιον: Η σκύλα βυζαίνει τα κουτάβια της. 2. αμτβ., θηλάζω: Βυζαίνει το μωρό της εδώ και οχτώ μήνες. 3. ρουφώ, πιπιλίζω: Τα παιδιά βυζαίνουν τα γλειφιτζούρια. 4. αποσπώ συστηματικά οφέλη από κάποιον,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
98θηλαζούσας — θηλαζούσᾱς , θηλάζω suckle pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θηλαζούσᾱς , θηλάζω suckle pres part act fem gen sg (doric) …
99дою — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (θηλάζω) кормлю грудью (Числ. 11, 12. Мф. 24, 19) …
100кормлю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. θηλάζω) кормлю молоком (Прол. сент 24, 2) …