θηλάζω
81ἐθήλασαν — θηλάζω suckle aor ind act 3rd pl …
82ἐθήλασας — θηλάζω suckle aor ind act 2nd sg …
83ἐθήλασε — θηλάζω suckle aor ind act 3rd sg …
84ἐθήλασεν — θηλάζω suckle aor ind act 3rd sg …
85ἐτεθηλάκει — θηλάζω suckle plup ind act 3rd sg (attic epic) …
86θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… …
87θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …
88θηλάσαι — θηλά̱σᾱͅ , θηλάζω suckle fut part act fem dat sg (doric) θηλάζω suckle aor inf act θηλάσαῑ , θηλάζω suckle aor opt act 3rd sg …
89θηλάσας — θηλά̱σᾱς , θάλλω sprout aor part act fem acc pl (attic epic ionic) θηλά̱σᾱς , θηλάζω suckle fut part act fem acc pl (doric) θηλά̱σᾱς , θηλάζω suckle fut part act fem gen sg (doric) θηλάσᾱς , θηλάζω suckle aor part act masc nom/voc sg (attic… …
90θηλάσηι — θηλά̱σῃ , θάλλω sprout aor part act fem dat sg (attic epic ionic) θηλάσῃ , θηλάζω suckle aor subj mid 2nd sg θηλάσῃ , θηλάζω suckle aor subj act 3rd sg θηλάσῃ , θηλάζω suckle fut ind mid 2nd sg …