θηλάζω
121καρποτροφώ — καρποτροφῶ, έω (Μ) τρέφω, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τροφώ (< τρόφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφώ, πωλο τροφώ)] …
122μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] …
123μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …
124μαστοδοτώ — μαστοδοτῶ, έω (Α) γαλουχώ, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογο δοτώ] …
125μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] …
126νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… …
127ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 …
128παραθηλάζω — Α θηλάζω νεογνό εκ παραλλήλου με το δικό μου, είμαι παραμάννα …