θηλάζω

  • 111επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …

    Dictionary of Greek

  • 112ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …

    Dictionary of Greek

  • 113θήλασμα — το (Α θήλασμα) [θηλάζω] ο θηλασμός …

    Dictionary of Greek

  • 114θήλαστρο — το [θηλάζω] μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση τού βρέφους, μπιμπερό …

    Dictionary of Greek

  • 115θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …

    Dictionary of Greek

  • 116θηλάστρια — η (Α θηλάστρια) [θηλάζω] αυτή που θηλάζει το βρέφος, η τροφός, η παραμάνα, η βυζάστρα …

    Dictionary of Greek

  • 117θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …

    Dictionary of Greek

  • 118θηλαστικός — ή, ό [θηλάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θηλασμό, που τρέφεται με θηλασμό 2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.). τα θηλαστικά (ενν. ζώα) ομοταξία σπονδυλοζώων τών οποίων τα νεογνά τρέφονται με γάλα που θηλάζουν από την μητέρα τους …

    Dictionary of Greek

  • 119θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 120ιμάω — ἱμάω (Α) 1. (κυρίως για νερό πηγαδιού) αντλώ, ανασύρω 2. θηλάζω, απομυζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] …

    Dictionary of Greek