θηλάζω
101έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …
102αθήλαστος — η, ο (Μ ἀθήλαστος, ον) [θηλάζω] 1. αυτός που δεν θήλασε, που ανατράφηκε χωρίς θηλασμό 2. ο χωρίς θηλή, χωρίς ρώγα 3. αυτή που δεν θηλάστηκε, αβύζαχτη «πέθανε στη γέννα αθήλαστη» …
103αποθηλάζω — (AM ἀποθηλάζω) νεοελλ. απογαλακτίζω αρχ. θηλάζω …
104αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για …
105απομαστεύω — ἀπομαστεύω (Μ) θηλάζω …
106βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …
107γαλακτροτροφώ — γαλακτοτροφῶ ( έω) (AM) 1. τρέφω με γάλα, θηλάζω 2. ανατρέφω, μεγαλώνω …
108γαλουχώ — ( έω) (AM γαλουχῶ) τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω μσν. νεοελλ. παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + ουχώ < ουχος < έχω] …
109εκθηλάζω — ἐκθηλάζω (AM) θηλάζω, βυζαίνω, απομυζώ …
110εξαμέλγω — ἐξαμέλγω (Α) [αμέλγω] 1. (για νεογνό) θηλάζω 2. αρμέγω …