1θήῃ — τίθημι p aor subj act 3rd sg (epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] …
Dictionary of Greek