θεῖοι

  • 1θεῖοι — θεῖος 1 of masc nom/voc pl θεῖος 2 one s father s masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θείοι' — θείοιο , θεάομαι gaze at pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) θείοιο , θεάω gaze at pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) θεί̱οιο , θεῖος 1 of masc/neut gen sg (epic) θεί̱οιο , θεῖος 2 one s father s masc gen sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ II — Право и Церковь Рецепция римского права в Византии. Понятие византийского права Правовая культура В. и. с начала ее истории вплоть до падения К поля была основана на рецепции классического римского права. Источники рим. права подразделялись на… …

    Православная энциклопедия

  • 4Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …

    Deutsch Wikipedia

  • 5Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …

    Deutsch Wikipedia

  • 6FORMA — apud Trebell. Poll. in Victoria, Cusi sunt eius nummi quorum hodieque forma exstat apud Treviros: τύπος est seu signaculum archetypum, quo nummi formantur; Βουλλωτήριον recentiores Graeci dixêre. Alibi, est nummi χαρακτὴρ, Latinis quoqueve Figura …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …

    Dictionary of Greek

  • 8πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας …

    Dictionary of Greek

  • 9στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 10Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …

    Dictionary of Greek