θεῑος

  • 21σεῖ' — σεῖα , θεῖος 1 of neut nom/voc/acc pl (doric) σεῖε , θεῖος 1 of masc voc sg (doric) σεῖαι , θεῖος 1 of fem nom/voc pl (doric) σεῖο , σέω pres opt mp 2nd sg (epic ionic) σεῖαι , σέω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) σεῖε , σείω shake pres imperat… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22Thiol — with a blue highlighted sulfhydryl group. In organic chemistry, a thiol (   …

    Wikipedia

  • 23Matthew (name) — Matthew Gender Male Origin Word/Name Hebrew Meaning Gift of God Other names Nickname(s) Matt, Matty/Mattie, Mat, H …

    Wikipedia

  • 24божьскыи — (16) пр. к богъ. При конкр. с.: и оуслыши(м) веселье и бл҃гу радо(с). въ оушеса б҃жьска въглашаему. (ϑείαις) ГБ XIV, 43а; Ты же присѣщаѥши на(с) свыше о б҃жьска˫а и ст҃л˫а главо. (ϑεία) Там же, 177в; ||=при с. имѩ: да ти оубо именемь б҃ьскы(м)… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 25Oncle Petros et la conjecture de Goldbach — Auteur Apóstolos Doxiádis Genre Roman Version originale Titre original Ο θείος Πέτρος και η Εικασία του Γκόλντμπαχ Langue originale Grec moderne Pays d origine …

    Wikipédia en Français

  • 26Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 27θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …

    Dictionary of Greek

  • 28θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 29μητρόθειος — μητρόθειος, ὁ (Μ) ο θείος από την πλευρά τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + θεῖος] …

    Dictionary of Greek

  • 30πάνθειος — ο, θηλ. και πανθεία, ΝΑ νεοελλ. πάρα πολύ θείος, πάρα πολύ θεϊκός, θειότατος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους θεούς, ο κοινός σε όλους τους θεούς 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάνθειος α) ο θεός τών πάντων β) ονομασία μήνα στη… …

    Dictionary of Greek