θεῑος
111αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …
112αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …
113ανθρώπειος — ἀνθρώπειος, α, ον (AM) 1. ανθρώπινος* (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός) 2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειον το ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση …
114δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… …
115δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 …
116διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …
117διοτρεφής — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Αντιόχεια που άκμασε την εποχή του Στράβωνα. Ήταν δάσκαλος του ρήτορα Υβρέα. * * * διοτρεφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε από τον Δία, θείος («διοτρεφέες βασιλῆες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + τρεφής… …
118ενύπνιος — ἐνύπνιος, ον (Α) 1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ ἀληθεῑς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον στον ύπνο («θεῑός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.) …
119ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …
120ζάθεος — ζάθεος, α, ον (Α) (ποιητ. επίθ. για τόπους που ευνοούν οι θεοί και ως τιμητικό επίθ. για πρόσ. ή πράγματα) πολύ θείος, ιερός, πανίερος. επίρρ... ζαθέως (Α) ιερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θεός] …