θεῑος

  • 101MINGENS ad parictem — phasis usitata in Sacris, ubi, cum de domo aliqua ad internecionem delenda vel deleta, sermo est, legitur neminem esse relinquendum aut relictum, qui mingat ad parietem; puta in domo Nabalis, 1. Sam. c. 25. v. 22. Ieroboami, 1. Regum c. 14. v. 10 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 102MOAPHERNES — matris Strabonis Geographi patruus. Strabo ipse l. 12. Ο᾿ψὲ δὲ Μοαφέρνης ὁ θεῖος τῆς μητρὸς ἡμῶν …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 103PANIS Eucharisticus et nonnunquam Panis simpliciter — pro S. Cena, apud Patres et in Scripturis. Nam Lucae c. 24. v. 35. Fractionem Panis, non pauci de Eucharistia exposuerunt: e quo loco Sacramentum Panis ipsam vocat Augustin. de Consensu Euangel. l. 3. Et Cyprian. ὑποβολιμαῖος de Cena Dom. Hoc… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 104TEUTATES — linguâ Gallicâ dictus est Mercurius. Lucan. l. 1. v. 444. Et quibus immitis placatur sanguine diro Teutates, horrensque feris altaribus Hesus. Liv. l. 26. c. 44. Scipio in tumulum obversus, quem Mercurium Teutatem appellant. Teutates igitur… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 105άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …

    Dictionary of Greek

  • 106άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… …

    Dictionary of Greek

  • 107ένθειος — (I) ο [θείο(ν)] 1. αυτός που περιέχει θείο 2. χημ. «ένθειοι ενώσεις» παλαιότερη ονομασία τών θειούχων χημικών ενώσεων σήμερα ονομάζονται έτσι οι χημικές ενώσεις που ένα ή περισσότερα άτομα τού μορίου τους αντικαταστάθηκαν από ισοδύναμο αριθμό… …

    Dictionary of Greek

  • 108ένθεος — η, ο και ένθους, ουν (AM ἔνθεος, ον και ἔνθους, ουν) αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.) νεοελλ. (συνήθ. το συνηρ. ένθους) ενθουσιώδης,… …

    Dictionary of Greek

  • 109ένθινος — ἔνθινος, ον (Α) [θίνος] αυτός που πρέπει να θεωρείται θείος, ιερός, σεβαστός …

    Dictionary of Greek

  • 110αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …

    Dictionary of Greek