θεᾱτρο-βάμων

  • 1θεατροβάμων — θεατροβάμων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που συχνάζει στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …

    Dictionary of Greek