θεόσ-δοτος

  • 1θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] …

    Dictionary of Greek

  • 2θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] …

    Dictionary of Greek

  • 3πρωτόδοτος — ον, ΜΑ (κυρίως για την άμεση γνώση τού θεού) αυτός που έχει δοθεί πρώτος ή για πρώτη φορά. επίρρ... πρωτοδότως ΜΑ με τρόπος πρωτοδοσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. θεόσ δοτος] …

    Dictionary of Greek