θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ

  • 1έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …

    Dictionary of Greek

  • 2επαέξω — ἐπαέξω (Α) κάνω κάτι να αυξηθεί, να προκόψει («θεὸς δ ἐπὶ ἔργον ἀέξη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αέξω (ιων. ποιητ. τ. τού ρ. αύξω, αυξάνω)] …

    Dictionary of Greek