θεό-τευκτος
1θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] …
2λαϊνότευκτος — λαϊνότευκτος, ον (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάινος + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …
3μουσότευκτος — μουσότευκτος, ον (Μ) αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …