θεό-παις

  • 1Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις …

    Dictionary of Greek

  • 2θεόπαις — θεόπαις, ὁ, ἡ (AM) παιδί θεού μσν. (για τη θεοτόκο) τέκνο τού θεού («ἡ θεόπαις Μαριάμ») αρχ. φρ. «θεόπαις Βαθυλών» η θεϊκή Βαβυλώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παις (< παις), πρβλ. αεί παις, καλλί παις] …

    Dictionary of Greek

  • 3μητρόπαις — μητρόπαις, αιδος, ἡ (ΑΜ) (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό παις, ορνιθό παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 4Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 5Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …

    Dictionary of Greek