-
1 теория
-и θ.1. θεωρία•теория относительности θεωρία της σχετικότητας•
теория вероятности θεωρία των πιθανοτήτων•
теория познания θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία)•
теория дарвина θεωρία του Δαρβίνου.
2. φαντασία, μη πραγματικότητα•теория это бывает только в -и αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια).
3. οι κανόνες•теория музыки θεωρία της μουσικής.
-
2 теория
теорияж ἡ θεωρία:\теория марксизма-ленинизма ἡ θεωρία τοῦ μαρξισμοῦ-λενινισ-μοῦ· \теория познания филос. ἡ γνωσιολογία· \теория относительности ἡ θεωρία τής σχετικότητας· \теория вероятности ἡ θεωρία τῶν πιθανοτήτων. -
3 теория
-
4 учение
-
5 акмеизм
литер. о ακμηϊσμός (φιλολογικό ρεύμα με βάση τη θεωρία «η τέχνη για την τέχνη»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акмеизм
-
6 доктрина
η θεωρία, το δόγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доктрина
-
7 помология
(теория плодоводства) η θεωρία της δενδροκομίας/καρποφορίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помология
-
8 прибавочный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибавочный
-
9 разбиение
мат. η υποδιαίρεση, η κατανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбиение
-
10 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
11 учение
1. (обучение) η εκπαίδευση 2. (теория) η θεωρία, η διδασκαλία 3. -я (военные) οι ασκήσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учение
-
12 холизм
филос. η ολιστική θεωρία/αντίληψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холизм
-
13 атомный
атом||ныйприл ἀτομικός, τών ἀτόμων:\атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό. -
14 вероятность
вероятн||остьж ἡ πιθανότητα, τό ἐνδεχόμενο:\вероятностьость попадания воен. ἡ πιθανότητα εὐστοχης βολής· теория \вероятностьости мат ἡ θεωρία τῶν πιθανοτήτων по всей \вероятностьости κατά πάσα πιθανότητα, ὅπως φαίνεται. -
15 кваитовый
кваитов||ыйприл физ. των κβάντα:\кваитовыйая механика ἡ μηχανική τών κβάντα· \кваитовыйая теория ἡ θεωρία τών κβάντα. -
16 концепция
концепцияж ἡ ἀντίληψη [-ις], ἡ θεωρία -
17 относительность
относи́тельн||остьж ἡ σχετικότης:теория \относительностьости ἡ θεωρία τής σχετικότη-τος. -
18 отражение
отражени||ес1. (света и т. п.) ἡ ἀν-τανάκλαση [-ις], ἡ ἀνταύγεια, ὁ ἀντικατοπ-τρισμός/ ἡ ἀντήχηση [-ις] (звука)·2. (удара, нападения и т. п.) ἡ ἀποκρουση[-ις]·3. (изображение) ἡ ἐ!κόνα [-ών], τά ἀπεικόνισμα:увидеть свое \отражение в зеркале βλέπω τήν ἐΙκόνα μου στον καθρέφτη·4. (воспроизведение) ἡ ἀπεικόνιση·5. филос. ἡ ἀντανάκλαση:теория \отражениея ἡ θεωρία τῆς ἀντανάκλασης. -
19 прибавочный
прибавочныйприл πρόσθετος:\прибавочный труд эк. ἡ πρόσθετη ἐργασία· \прибавочный проду́кт 5/с. τό ὑπερπροϊόν теория \прибавочныйой стоимости эк. ἡ θεωρία τής ὑπεραξίας. -
20 сочетать
сочетатьсов и несов συνδυάζω:\сочетать тео́рню с практикой συνδυάζω τή θεωρία μέ τήν πρακτική.
См. также в других словарях:
θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρία — Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc/acc dual Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρίᾳ — Θεωρίᾱͅ , Θεωρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
θεωρία — η 1. κάθε γενική επιστημονική γνώση ή μια σειρά συλλογισμών που έχουν για σκοπό την εξήγηση ενός συνόλου φαινομένων ή γεγονότων: Ο Δαρβίνος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των όντων. – Κβαντική θεωρία για τη φύση του φωτός. 2. κρίση αστήριχτη:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρίᾳ — θεωρίαι , θεωρία sending of fem nom/voc pl θεωρίᾱͅ , θεωρία sending of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική θεωρία — Θεωρία για τον ρόλο των φαρμάκων … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… … Dictionary of Greek