θευμορίη
1θευμορίη — θεομορία fem nom/voc sg (epic ionic) θευμορίη destiny fem nom/voc sg (epic ionic) …
2θευμορίῃ — θεομορία fem dat sg (epic ionic) θευμορίη destiny fem dat sg (epic ionic) …
3θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ …
4θευμορία — θευμορίᾱ , θεομορία fem nom/voc/acc dual (ionic) θευμορίᾱ , θεομορία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) θευμορίᾱ , θευμορίη destiny fem nom/voc/acc dual θευμορίᾱ , θευμορίη destiny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5θευμορίης — θεομορία fem gen sg (epic ionic) θευμορίη destiny fem gen sg (epic ionic) …