θεσφάτων

  • 1θεσφάτων — θέσφατος spoken by God masc/fem/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …

    Dictionary of Greek

  • 3συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… …

    Dictionary of Greek

  • 4φάτις — εως και ιων. τ. ιος, ἡ, Α 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, λόγος 2. είδηση, φήμη («αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν», Αισχύλ.) 3. αντικείμενο φήμης, θέμα ομιλίας («φάτιν ἄφραστον», Σοφ.) 4. φωνή από τον ουρανό ή από μαντείο, χρησμός («ἀπὸ...… …

    Dictionary of Greek