θεσσαλίς
1Θεσσαλίς — και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α) 1. θηλ. τού Θεσσαλός, η Θεσσαλή 2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θεσσαλός*] …
2Θεσσαλίς — shoe fem nom sg Θεσσαλός shoe fem nom sg …
3Θετταλίς — Θεσσαλίς , Θεσσαλίς shoe fem nom sg Θεσσαλίς , Θεσσαλός shoe fem nom sg …
4Θεσσαλίδα — Θεσσαλίς shoe fem acc sg Θεσσαλός shoe fem acc sg …
5Θεσσαλίδες — Θεσσαλίς shoe fem nom/voc pl Θεσσαλός shoe fem nom/voc pl …
6Θεσσαλίδι — Θεσσαλίς shoe fem dat sg Θεσσαλός shoe fem dat sg …
7Θεσσαλίδος — Θεσσαλίς shoe fem gen sg Θεσσαλός shoe fem gen sg …
8Θεσσαλίδων — Θεσσαλίς shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe fem gen pl …
9Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …
10κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …
- 1
- 2