θεσμός

  • 71νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… …

    Dictionary of Greek

  • 72νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …

    Dictionary of Greek

  • 73ομόθεσμος — ὁμόθεσμος, ον (Α) αυτός που υπόκειται στους ίδιους θεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θεσμός (πρβλ. υπέρ θεσμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… …

    Dictionary of Greek

  • 75παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …

    Dictionary of Greek

  • 76προτεκτοράτο — Η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου,… …

    Dictionary of Greek

  • 77πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …

    Dictionary of Greek

  • 78σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 79σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …

    Dictionary of Greek

  • 80τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek