θεσμός

  • 31τεθμόν — θεσμός that which is laid down masc acc sg (doric) τεθμός that which is laid down masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32τεθμός — θεσμός that which is laid down masc nom sg (doric) τεθμός that which is laid down masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 34Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …

    Dictionary of Greek

  • 35γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …

    Dictionary of Greek

  • 36διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …

    Dictionary of Greek

  • 37ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… …

    Dictionary of Greek

  • 38κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 39ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 40Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek