θεσμός

  • 121αρματολισμός — ο ο θεσμός και η δράση των αρματολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός*. Ο τ. αρματολισμός (γραφόμενος ως αρματωλισμός) μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο] …

    Dictionary of Greek

  • 122βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 123γαιοκτησία — Η ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της γης από συγκεκριμένους, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση φορείς: γένος, βασιλιά, ιερατείο, κοινότητα, άτομο. Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης της γης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 124διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 125δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 126δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …

    Dictionary of Greek

  • 127δόγης — (λατ. dux). Ανώτατος άρχοντας στις δημοκρατίες της Βενετίας και της Γένοβας. Η πρώτη εκλογή δ. στη Βενετία χρονολογείται το 697. Έκτοτε και έως το 887, όταν η Βενετία απέκτησε και τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία της, ο δ. συνέχισε να είναι νομικά… …

    Dictionary of Greek

  • 128εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …

    Dictionary of Greek