θεσμός

  • 101Thesmophora — THESMOPHŎRA, æ, Gr. Θεσμοφόρος, ου, ein Beynamen der Ceres, von θεσμὸς, Gesetz, und φέρω, ich gebe, weil sie die erste Erfinderinn der Gesetze, gewesen, daher denn ihr zu Ehren auch die Thesmophoria gefeyret wurden. Ovid. Metam. V. v. 343. Serv.… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 102MAJORUM Religio — quantopere cordi fuerit priscis Atheniensibus, docet haec lex Draconis. Θεσμὸς αἰώνιος τοῖς Α᾿ττίδα νεμομένοις κύριος τὸν ἅπαντα χρόνον, Θεοὺς τιμᾷν καὶ ἥρωας ἐγχωρίους ἐν κοινῷ ἐμποινίοις νόμοις πατρώοις κτλ. Lex est antiquissima aeternaeque… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 103PRIMITIAE frugum aliarumque rerum — eô fine Deo offerri consuevêre, ut in iis reliquae omnes sanctisicarentur. Sic Primitiae arborum offerri iussae sunt Levit. c. 19. v. 23. 24. quod hôc ordine fiebat: Tribus primis, a quo plantatae erant, annis, praeputiatae censebantur, adeoque… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 104Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …

    Dictionary of Greek

  • 105Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …

    Dictionary of Greek

  • 106Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… …

    Dictionary of Greek

  • 107άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 108έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …

    Dictionary of Greek

  • 109έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …

    Dictionary of Greek

  • 110έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …

    Dictionary of Greek