θεσμός

  • 11θεσμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12θεσμῶν — θεσμός that which is laid down masc gen pl θεσμός that which is laid down neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13διομολογήσεις — Θεσμός χάρη στον οποίο οι Ευρωπαίοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μία μη χριστιανική χώρα που δεσμευόταν με ειδικές διεθνείς συμφωνίες (τις δ.) απολάμβαναν διάφορα προνόμια και ειδικές ελευθερίες, που τους επέτρεπαν να παραμένουν ουσιαστικά υπό τη… …

    Dictionary of Greek

  • 14παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …

    Dictionary of Greek

  • 15συγκυριαρχία — Θεσμός του Διεθνούς Δίκαιου, σύμφωνα με τον οποίο δύο κράτη ασκούν κυριαρχία με ίσα δικαιώματα και εξουσίες και με αποφάσεις που παίρνουν από κοινού οι εκπρόσωποι τους, σε μια ξένη εδαφική κοινότητα. Με την επιβολή της, τα μέλη της τελευταίας δε… …

    Dictionary of Greek

  • 16αγρόπολη ή αγρούπολη — Θεσμός που αναπτύχθηκε κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν εμφανίστηκε στις χώρες που αναμείχθηκαν στον πόλεμο οξύ το πρόβλημα της στέγης. Δημιουργήθηκαν τότε μεγάλοι αγροτικοί οικισμοί, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, που αποτελούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 17παιδικές κατασκηνώσεις — Θεσμός ευρέως διαδεδομένος και στην Ελλάδα και ο οποίος αποβλέπει στην εξασφάλιση παραθερισμού των παιδιών σε ομαδικές κατασκηνώσεις με την επίβλεψη γυμναστών, εκπαιδευτικών και ειδικευμένου προσωπικού. Οι κατασκηνώσεις συνδυάζουν την ψυχαγωγία… …

    Dictionary of Greek

  • 18ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… …

    Dictionary of Greek

  • 19θεσμοῖο — θεσμός that which is laid down masc gen sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20θεσμοί — θεσμός that which is laid down masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)