θεσμο-φόρια

  • 1χρυσεμπαστοφόρια — τά, Α αντικείμενα με ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσέμπαστος + φόρια, πληθ. ουδ. τού φόριος (< φόρος*), πρβλ. θεσμο φόρια] …

    Dictionary of Greek