θεσμοῖς

  • 1θεσμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl θεσμός that which is laid down neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …

    Dictionary of Greek