θεράπευσις
1θεραπεύσει — θεράπευσις treatment fem nom/voc/acc dual (attic epic) θεραπεύσεϊ , θεράπευσις treatment fem dat sg (epic) θεράπευσις treatment fem dat sg (attic ionic) θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd sg (epic) θεραπεύω to be an attendant fut ind… …
2θεραπεύσεις — θεράπευσις treatment fem nom/voc pl (attic epic) θεράπευσις treatment fem nom/acc pl (attic) θεραπεύω to be an attendant aor subj act 2nd sg (epic) θεραπεύω to be an attendant fut ind act 2nd sg …
3θεραπεύσηι — θεράπευσις treatment fem dat sg (epic) θεραπεύσῃ , θεραπεύω to be an attendant aor subj mid 2nd sg θεραπεύσῃ , θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd sg θεραπεύσῃ , θεραπεύω to be an attendant fut ind mid 2nd sg …
4θεραπεύσης — θεράπευσις treatment fem nom/voc pl (doric aeolic) …
5θεράπευσιν — θεράπευσις treatment fem acc sg …
6θεράπευση — η (AM θεράπευσις) [θεραπεύω] θεραπεία, γιατρειά νεοελλ. παρηγοριά, ανακούφιση νεοελλ. μσν. ικανοποίηση, ευχαρίστηση …
7θεραπευσία — θεραπευσία, ἡ (Α) ιατρική περίθαλψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρηματικού παρ. θεράπευσις κατά τα παρ. σε σία, πρβλ. σημα σία (< σημαίνω)] …
8θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …
9θεραπεύσεως — θεραπεύσεω̆ς , θεράπευσις treatment fem gen sg (attic) …
10θεραπεύσῃ — θεραπεύσηι , θεράπευσις treatment fem dat sg (epic) θεραπεύω to be an attendant aor subj mid 2nd sg θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd sg θεραπεύω to be an attendant fut ind mid 2nd sg …