Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θερμότητα

См. также в других словарях:

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — η 1. ζέστη, μορφή ενέργειας: Ο Ήλιος είναιη βασικότερη πηγή θερμότητας για τη Γη. – Μετάδοση θερμότητας. 2. εγκαρδιότητα: Μας δέχτηκαν με θερμότητα. – Χάθηκε η παλιά θερμότητα από τις σχέσεις μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδική θερμότητα ή ειδική θερμοχωρητικότητα — Η θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα μάζας, δηλαδή το ποσό της θερμότητας που απαιτείται για την ανύψωση της θερμοκρασίας μιας μονάδας μάζας ενός υλικού κατά έναν βαθμό Κέλβιν. Στο διεθνές σύστημα μονάδων η ε.θ. μετριέται σε τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνουσα θερμότητα — Όρος της φυσικής. Αν θεωρήσουμε ένα θερμοδυναμικό σύστημα σε ισορροπία, που αποτελείται από δύο φάσεις (για παράδειγμα, υγρή αέρια) της ίδιας θερμοκρασίας, μπορούμε με κατάλληλες ενέργειες –προσφορά θερμότητας– να προκαλέσουμε τη μετατροπή της… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»