θερμαυστρίζω
1θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] …
2θερμαυστρίζειν — θερμαυστρίζω dance the pres inf act (attic epic) …
1θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] …
2θερμαυστρίζειν — θερμαυστρίζω dance the pres inf act (attic epic) …