θερμαίνω
1θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg …
2θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 …
3θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …
4θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg …
8καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά …
9θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl …
10θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …