θερινός
1θερινός — Aër. masc nom sg …
2θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… …
3θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl …
6θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg …
7θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl …
8θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl …
9θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl …
10θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …