θεριακός
1θεριακός — (I) ή, ό [θεριό] 1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός 2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή η θηριακή*. (II) θεριακός, ή, όν (Α) [θέρος] αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος …
2θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις …
3θεριακῆς — θεριακός for summer fem gen sg (attic epic ionic) …
4θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …