θεραπεῦον
1θεραπεῦον — θεραπεύω to be an attendant pres part act masc voc sg θεραπεύω to be an attendant pres part act neut nom/voc/acc sg …
2θεράπευον — θεραπεύω to be an attendant imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θεραπεύω to be an attendant imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
3θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …