θεοπρόπος
1θεοπρόπος — prophetic masc/fem nom sg …
2θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… …
3θεοπρόπον — θεοπρόπος prophetic masc/fem acc sg θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc sg …
4θεοπρόπα — θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc pl …
5θεοπρόπε — θεοπρόπος prophetic masc/fem voc sg …
6θεοπρόποι — θεοπρόπος prophetic masc/fem nom/voc pl …
7Θεοπρόποις — Θεόπροπος masc dat pl …
8θεοπρόποις — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl …
9Θεοπρόποισι — Θεόπροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10θεοπρόποισι — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …