θεοληψία
1θεοληψία — θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc/acc dual θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2θεοληψία — η (Α θεοληψία) [θεόληπτος] η θεϊκή έμπνευση νεοελλ. (ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία αυτός που πάσχει βρίσκεται συνεχώς σε έκσταση ενώπιον τής ιδέας τού θεού αρχ. 1. δεισιδαιμονία 2. μανία, παραφροσύνη …
3θεοληψία — η το να είναι κάποιος θεόληπτος: Τον κατέλαβε θεοληψία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θεοληψίας — θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem acc pl θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem gen sg (attic doric aeolic) …
5θεοληψίαν — θεοληψίᾱν , θεοληψία inspiration fem acc sg (attic doric aeolic) …
6θεοληψίαις — θεοληψία inspiration fem dat pl …
7εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία …
8θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …
9θεοληπτικός — θεοληπτικός, ή, όν (Α) [θεόληπτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θεόληπτο 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεοληπτική η θεοληψία …
10θεομανία — η (Α θεομανία) [θεομανής] (νεοελλ. 1. η κατάσταση τού θεομανούς 2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία αρχ. μανία σταλμένη από τους θεούς …
- 1
- 2