θεμέλιον
1θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg …
2основаниѥ — ОСНОВАНИ|Ѥ (94), ˫А с. 1.Основание, опорная часть предмета: ѹтверди нозѣ мои на недвижимѣмь ѡсновании. СбЯр XIII2, 160; Аще древо сѹсѣда моего… велико простеръ корениѥ ѡснованию домѹ… вредъ творить… да понѹж(д)енъ бѹдеть сѹсѣдъ мои посѣщи ю.… …
3основа — основать, др. русск., ст. слав. основание θεμέλιον, основати θεμελιοῦν (Супр., Остром.), болг. основа, сербохорв. о̀снова, словен. osnȏva – то же. Связано со сновать (см.), в. луж. snowac, snuc делать основу ткани , snowadɫo; см. Преобр. I, 663 …
4Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …
5Themelivchvs — THEMELI ÉCHVS, i, Gr. Θεμελιοῦχος, ου, ein Beynamen des Neptuns. Phurnut. de N.D. c. 22. Er hat solchen von θεμέλιον, Grund, und ἔχειν, haben, weil er den Grund der Erde enthält. Es waren ihm daher auch die Gründe der Dinge gewiedmet. Serv. ad… …
6основание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. κρηπίς) твердыня, оплот; (ἐτοίμασα 1 Ездр. 2, 68. 3, 3); …
7ενθέμιο — το (Α ἐνθέμιον) νεοελλ. ναυτ. ειδικό μέρος στο κύτος τού πλοίου όπου αποθηκεύονται τρόφιμα και άλλα υλικά αρχ. 1. θάλαμος στην πρύμνη τού πλοίου, το μέσα μέρος τής πρύμνης 2. κοίλο σκεύος (δοχείο, κύπελλο, ποτήρι κ.λπ.) όπου τοποθετείται λύχνος.… …
8θεμέλιο — και θέμελο, το (AM θεμέλιον) βλ. θεμέλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. θεμέλιος] …
9θεμελιόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + θεν, κατάλ. δηλωτική τής προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως] …
10προθεμέλιος — ία, ον, Μ θεμελιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θεμέλιος (< θεμέλιον)] …
- 1
- 2