θεμιτος
21θεμιτώδης — θεμιτώδης, ώδες (Α) [θεμιτός] μαντικός …
22κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …
23θεμιτάς — θεμιτά̱ς , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem acc pl …
Страницы