θεμιτος
11θεμιτῆς — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem gen sg (attic epic ionic) …
12θεμιτή — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
13θεμιτήν — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem acc sg (attic epic ionic) …
14θεμιτῶς — θεμιτός allowed by the laws of God and men adverbial …
15θεμίτ' — θεμιτά , θεμιτός allowed by the laws of God and men neut nom/voc/acc pl θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc/acc dual θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc sg (doric aeolic) θεμιτέ , θεμιτός… …
16θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …
17αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… …
18επιτετραμμένος — η, ο [επιτρέπω] (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτρέπω) 1. αυτός που επιτρέπεται, ο θεμιτός, ο μη απαγορευμένος 2. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί με κοινή αναγνώριση ένα έργο κοινωνικού ενδιαφέροντος (α. «οι επιτετραμμένοι τής τάξεως» β. «ο… …
19ευθέμιτος — εὐθέμιτος, ον (Α) ο δίκαιος, ο ενάρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεμιτός] …
20θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια …