θεμιστῶς

  • 1Θεμιστῶς — Θεμιστώ fem acc pl Θεμιστώ fem nom/voc pl (doric aeolic) Θεμιστώ fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θεμιστῶς — θεμιστός oracular adverbial …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια …

    Dictionary of Greek

  • 4παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 5Τελμισσός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Θεμιστώς, κόρης του Ζαβία, βασιλιά του λαού των Υπερβορείων, αδελφός του Γελεώτη ή Γελεού. Οι δυο αδελφοί, έπειτα από χρησμό, ίδρυσαν βωμούς στη Σικελία και στην Καρία. Ο Τ. έχτισε την ομώνυμη πόλη… …

    Dictionary of Greek